Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις
Της Λένας Κιτσοπούλου
Ο μακρύτερος τίτλος θεατρικού έργου που γράφτηκε ποτέ; Μπορεί! Σε μια παράσταση όπου οι δυο ήρωες ανατρέπουν, κατά το συνήθη «κιτσοπουλικό» τρόπο, όλα τα κλισέ της δράσης, των διαλόγων και των επί σκηνής πεπραγμένων, με τη δομή της θεατρικής σύμβασης να προκύπτει από την εντέχνως τορπιλισμένη «μη δράση», την έλλειψη μουσικής, φωτισμών και σκηνικών εφέ, παράγοντας έτσι τον απόλυτο ρεαλισμό, τα πρόσωπα θεατών και πρωταγωνιστών έσονται σχεδόν «εις ένα». Είναι το ζητούμενο.
Οι εκατοντάδες ιστορίες ασημαντότητας των βίων μας παράγουν μια τολμηρή εκδοχή της πλήξης, της αναισθησίας, του αφασικού τίποτα και του ανερμάτιστου που μας περιλούζει.
Υπαρξιακά αδιέξοδα που εντέχνως χρησιμοποιούν τη βωμολοχία, την ειρωνεία και τον κυνισμό ως «τρόπο έκφρασης» αλλά και «επικοινωνίας», ηθοποιοί που δεν ξέρεις αν ερμηνεύουν το ρόλο τους ή τον εαυτό τους, απουσίες νοήματος αλλά και μυρωδιά «απάτης» που αφήνεται να αιωρείται για το αν αυτό που παρακολουθούμε είναι καλοδουλεμένο «μη σενάριο» ή αυτοσχεδιασμός στα όρια της προβοκατόρικης κοροϊδίας, συνθέτουν ένα έργο που θα συζητηθεί αλλά και θα προκαλέσει!
«Με πληγώνει αυτό που είναι ο άνθρωπος. Αυτό το οποίο σιχαίνομαι σ' αυτόν, αποδεικνύεται κάθε φορά. Με κάνει να αισθάνομαι μόνη. Με κάνει να φοβάμαι. Μετά, ευτυχώς, παίρνω τις ενέσεις από το καλό και το όμορφο που υπάρχει γύρω μου και επανέρχομαι». Γνήσιο παιδί του «αστικού δράματος» και προσεγγίζοντας τη σύγχρονη απελπισία με κώδικες που πατούν στο γερμανικό σκηνικό αλλά και τον αισθητικό μεταμοντερνισμό, μπολιάζοντάς τον όμως με την «ελληνικότητα» του περιβάλλοντος, κτιρίων, ανθρώπινων συμπεριφορών και συνιστωσών που ορίζουν τον τόπο μας, το έργο της Κιτσοπούλου αναμένεται να προκαλέσει το συνήθη «σεισμό», όπως συμβαίνει και με κάθε της, άλλωστε, παράσταση.